-
1 εὐθαρσής
εὐθαρσ-ής, ές,A of good courage, h. Mart.9 (v.l.), A.Ag. 930, Supp. 249, E.El. 526;ἐν τοῖς δεινοῖς X.Ages.11.10
;πρὸς κίνδυνον D.S. 11.35
;τὸ εὐθαρσῆ εἶναι Andronic.
Rhod. p.575 M.: [comp] Comp. - έστερος Diph. 111, Plu.2.69a; of bolder interpreters, Ph.1.606: [comp] Sup. - έστατος X. HG7.1.9. Adv. -ῶς, ἔχειν πρός τι Arist. EN 1115a21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθαρσής
См. также в других словарях:
ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… … Dictionary of Greek